διαφορούμενον

διαφορούμενον
διαφορέω
spread abroad
pres part mp masc acc sg (attic epic doric)
διαφορέω
spread abroad
pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
διαφορέω
spread abroad
pres part mp masc acc sg (attic epic doric)
διαφορέω
spread abroad
pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαφορώ — διαφορῶ ( έω) (AM) μσν. έχω όφελος, είμαι κερδισμένος αρχ. 1. διασκορπίζω, διαδίδω («κλέος εὐρὺ διὰ ξεῑνοι φορέουσι», Οδ.) 2. παίρνω κάτι και φεύγω 3. λεηλατώ, διαρπάζω 4. κατασπαράσσω, ξεσκίζω 5. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλον 6. εκκρίνω με τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”